- στοάν
- στοά̱ν , στοάroofed colonnadefem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
σκουτλώ — όω, Α [σκούτλα] διακοσμώ με χρωματιστές ψηφίδες, κάνω ψηφιδωτό («λίθῳ ποικίλῳ στοὰν σκουτλῶσαι», επιγρ.) … Dictionary of Greek